Σημαντικότητα των δύο φορέων αγωγής για τα παιδιά (οικογένεια-σχολείο) και ανάγκη άμεσης συνεργασίας τους για την επίλυση προβλημάτων

                                                                                                                 του Πλαϊνού Γεωργίου

                                                                                                                    Εκπαιδευτικού Π.Ε. 

Συχνά ακούμε να αποκαλείται η σύγχρονη εποχή ως αντιφατική και αμφιλεγόμενη. Κι αυτό γιατί μέσα της εμφιλοχωρείται μια πολύ σημαντική αντίθεση. Από τη μια, οι τεχνολογικές ανακαλύψεις και η επιστημονική πρόοδος που έχει συντελεστεί σε όλους τους τομείς της έρευνας, δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης για την θεαματική ανάπτυξή της και από την άλλη διέπεται από μια βαθιά κρίση αξιών, σημάδια της οποίας εμφανίζονται σε πολλές κοινωνικές εκφάνσεις. Βασικοί θεσμοί, όπως η οικογένεια και το σχολείο διασαλεύονται έντονα με σημαντικές επιδράσεις, αφενός στην ψυχολογική ανάπτυξη των μικρών παιδιών και αφετέρου στην ίδια την κοινωνία, στους κόλπους της οποίας συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό η διαιώνιση αρνητικών στοιχείων.

Ορμώμενοι από αυτή την εκ βάθρων κρίση των αξιών, ιδομένη από την δική μας παιδαγωγική αλλά και γονεϊκή πλευρά, θα ασχοληθούμε στα πλαίσια του άρθρου με ένα κατά την δική μας άποψη κρίσιμο και συχνά συγκρουσιακό επίπεδο της παιδαγωγικής: τη σχέση ή καλύτερα την αλληλεπίδραση οικογένειας-σχολείου και σχολείου-οικογένειας μέσα από δείγματα συμπεριφοράς που εμφανίζουν κατά καιρούς τα μικρά παιδιά. Πολλές φορές, οι ίδιοι ως δάσκαλοι έχουμε αντιμετωπίσει προβληματικές συμπεριφορές των παδιών που φοιτούν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και πάντοτε γυρνούσε στο μυαλό μας το ερώτημα για την ύπαρξη της ουσιαστικής και εποικοδομητικής σχέσης μεταξύ των γονέων και των δασκάλων. Πόσο μάλλον όταν κάποιος αναγκαστεί να έρχεται σε πολύ συχνή επαφή με το δάσκαλο του ίδιου του του παιδιού για την καλύτερη διερεύνηση του ψυχικού κόσμου του.

Τα παιδιά έχουν ανάγκη να βλέπουν γονείς και εκπαιδευτικούς να είναι δεσμευμένοι σε μια συνεργατική δράση για το δικό τους καλό, με τον ίδιο τρόπο που έχουν ανάγκη την συνεργασία μεταξύ των γονέων. Η συνεργασία είναι απαραίτητη ώστε τα παιδιά που παρουσιάζουν συμπεριφορικές δυσκολίες, να ανακουφιστούν από την κοινή τους ενεργοποίηση και να αναπτύξουν αυτοέλεγχο, συγκέντρωση προσοχής σε ένα καθήκον και αντοχή σε καταστάσεις που τους προκαλούν άγχος και τις οποίες συναντούν καθημερινά στο σχολικό ή οικογενειακό πλαίσιο.

Πολλές φορές όταν το ένα από τα δύο πλαίσια είναι προβληματικό, το παιδί αναπτύσσει ασυνήθιστη κινητικότητα στο άλλο πλαίσιο για να μπορέσει να διαχειριστεί τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει και έτσι να καταφέρει να εξισορροπήσει[1]. Όταν το παιδί αισθανθεί να καταρρέει η μια από τις δύο πηγές υποστήριξής του, αισθάνεται φόβο και το συγκεκριμένο αίσθημα ενεργοποιεί σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη αποκλίνουσας συμπεριφοράς του παιδιού στην άλλη πηγή που του απομένει ακόμη. Ακριβώς γι? αυτούς τους λόγους, η συνεργασία των γονέων και των εκπαιδευτικών αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο για τη σωστή ανάπτυξη του κάθε παιδιού.

Η οικογένεια από τη μια και το σχολείο από την άλλη είναι οι δύο πιο σημαντικοί πυλώνες για την εξέλιξη ενός παιδιού. Μέσα σε αυτά τα δύο περιβάλλοντα, το μικρό παιδί μοιράζει το χρόνο του, δραστηριοποιείται και γνωρίζει τόσο τον εαυτό του όσο και τον κόσμο γύρω του. Η σημαντικότητά τους είναι αξιοσημείωτη στις διάφορες εκφράσεις του ίδιου του παιδιού, όταν διηγείται περιστατικά από τα όσα κάνει στους δύο αυτούς χώρους. Η οικογένεια και το σχολείο είναι τα δύο κύρια πλαίσια αναφοράς στο περιβάλλον του παιδιού. Τίποτα δεν μπορεί να τα αντικαταστήσει και να τα περιορίσει. Η επίδραση που ασκούν στην ανάπτυξη του παιδιού είναι πολύ σημαντική, αν και διαφορετικού είδους και ισχύος η καθεμιά.

Αναλύοντας το καθένα χωριστά, η οικογένεια, το σπιτικό όπου γεννιέται και μεγαλώνει ένα παιδί αποτελεί το καταφύγιό του, τον χώρο όπου ανήκει και υποθετικά είναι δικός του με την απόλυτη έννοια του όρου. Το παιδί δέχεται ως δεδομένη τη σύνδεση πατέρα και μητέρας και το αποτέλεσμα είναι για το ίδιο απλά αδιαμφισβήτητο. Αυτοπροσδιορίζεται μέσα από την ύπαρξη των γονιών του και το ζεστό κλίμα που υπάρχει στην οικογένεια. Δεν αισθάνεται ότι υφίσταται κάτι άλλο που πρέπει να γνωρίζει έξω απ? αυτή την οικογενειακή σύνθεση, στην οποία «βολεύεται» και απολαμβάνει κάθε της στιγμή. Γι? αυτό, συχνά ακούμε από τα στόματα ειδικών ότι το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνει ένα παιδί, είναι ίσως ο πιο σημαντικός παράγοντας για την πορεία της εξέλιξής του. Το παιδί επηρεάζεται από το τι βλέπει και το τι αισθάνεται και δεν μπορεί εύκολα να ξεφύγει από όλα αυτά, γιατί ζει μ? ένα και μοναδικό πρότυπο οικογένειας, της δικής του και μόνο. Και φυσικά δεν χρειάζεται να απομακρυνθεί από την αγκαλιά της οικογένειας, μιας και οι καταστάσεις που βιώνει κάθε παιδί στα πρώτα του χρόνια, είναι και οι πιο σημαντικές για τη διαμόρφωση της μετέπειτα προσωπικότητάς του. Για όλους αυτούς τους λόγους, το οικογενειακό περιβάλλον αποτελεί το ένα από τα δύο πλαίσια αναφοράς στη ζωή του παιδιού.

Βέβαια, για να είμαστε και δίκαιοι και μέσα στα σημερινά δεδομένα, οι σύγχρονες οικογένειες δεν είναι ακραιφνώς πυρηνικές, δηλαδή δεν αποτελούνται αποκλειστικά και μόνο από τον μπαμπά, τη μαμά και κάποιο άλλο αδελφάκι πλην του παιδιού που μελετάμε. Εξαιτίας αφενός των σημαντικών οικονομικών δυσχερειών που αντιμετωπίζουν τα νεαρά ζευγάρια και αφετέρου του ασθματικού τρόπου ζωής, ο οποίος περιλαμβάνει πολύωρη και εξαντλητική εργασία, οι παππούδες και οι γιαγιάδες ακόμα κι αν δεν διαμένουν κάτω από την ίδια στέγη με την υπόλοιπη οικογένεια, ωστόσο διαθέτουν έναν αρκούντως σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ανατροφή και διαπαιδαγώγηση του παιδιού. Έτσι, πολλές φορές όταν ρωτάμε τα μικρά παιδιά από πόσα μέλη αποτελείται η οικογένειά τους, λαμβάνουμε ως απάντηση και τους παππούδες που το κρατάνε κατά τη διάρκεια της ημέρας. Στην χειρότερη των περιπτώσεων, αν δεν υπάρχουν παππούδες, τα παιδιά αναφέρονται στην νταντά που τα προσέχει, όταν οι γονείς λείπουν από το σπίτι.

Από την άλλη, ο χώρος του σχολείου, όπου το παιδί περνάει αρκετό χρόνο της ημέρας (περίπου 8 ώρες κάθε μέρα, δηλαδή το 1/3 της ημέρας) είναι το δεύτερο μεγάλο πλαίσιο αναφοράς στην εξελικτική πορεία του παιδιού. Μέσα στο σχολικό περιβάλλον, το παιδί βλέπει μια διαφορετική από την οικογένεια εικόνα και κατ? αυτόν τον τρόπο αλλάζει και η οπτική του για τον υπόλοιπο κόσμο. Εκεί δεν υπάρχουν το λιγότερο δύο άνθρωποι, όπως στο σπίτι του αλλά πολλοί περισσότεροι και μάλιστα διαφορετικών ηλικιών. Και το σημαντικότερο η προνομιακή θέση που απολαμβάνει στο σπίτι, εδώ καταργείται. Οι προσλαμβάνουσες ανοίγονται και ο μέχρι τότε περιορισμένος του ορίζοντας διευρύνεται. Συχνά, τα παιδιά όταν πρωτοπηγαίνουν στο σχολείο, εμφανίζουν σημάδια αποπροσανατολισμού, μιας και μπερδεύονται με το τι γίνεται ακριβώς μέσα σε αυτόν τον καινούριο χώρο, όπου ο ρόλος τους είναι πολύ διαφορετικός από εκείνον μέσα στην οικογένεια[2]. Κάθε παιδί διαθέτει τον δικό του χρόνο προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Ωστόσο, όταν το παιδί αντιληφθεί το τι γίνεται μέσα στο σχολείο και το πόσα μπορεί να κάνει και να μάθει, αλλάζει και η στάση του και απελευθερώνεται από τις φοβίες που έφραζαν προηγουμένως το δρόμο του. Η αξία του σχολείου είναι αδιαμφισβήτητη και η επίδρασή του είτε θετική είτε αρνητική, αναπόφευκτη.

Ακόμη, το παιδί μέσα στο σχολείο έρχεται σε επαφή και με άλλα παιδάκια και αρχίζει να συνδιαλέγεται και έτσι να κοινωνικοποιείται, με αποτέλεσμα το σχολείο να του προσφέρει την πρώτη γεύση από την κοινωνική ζωή που θα απολαύσει αργότερα. Αυτό το γεγονός, βοηθάει τα παιδιά να αποκτήσουν τον κύκλο των γνωριμιών τους και να επιλέξουν με ποιο παιδάκι θα προτιμήσουν να κάνουν παρέα και να γίνουν φίλοι και με ποιο όχι. Σε όλα αυτά βέβαια, βαρύνουσας σημασίας είναι και το ενδιαφέρον που θα επιδείξει ο ίδιος ο εκπαιδευτικός. Εξαιτίας του δασκάλου, πολλά παιδιά αγάπησαν ή στην χειρότερη «μίσησαν» το σχολείο. Ο δάσκαλος που παίζει το ρόλο του γονέα κατά τις ώρες που το παιδί είναι στο σχολείο, οφείλει να ανοίγει την αγκαλιά του και να καλοδέχεται κάθε παιδί που τον κοιτάει επιφυλακτικά γιατί αγνοεί το ρόλο του.

Μετά από όλα αυτά αντιλαμβανόμαστε πλήρως πως η οικογένεια και το σχολείο είναι δύο συστήματα που αλληλοεπηρεάζονται και αλληλεπιδρούν με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Τα παιδιά κινούνται μέσα στους δύο αυτούς χώρους εναλλάξ, αναπτύσσοντας πρότυπα συμπεριφοράς και δράσεις, αντλώντας όμως και από τους δύο διαφορετικά στοιχεία, που θα το βοηθήσουν στην ανάπτυξη του ψυχισμού του. Κατ? αυτόν τον τρόπο, το ιδανικότερο για την ομαλή ανατροφή των παιδιών θα ήταν η αγαστή συνεργασία μεταξύ της οικογένειας και του σχολείου. Στοιχεία προβληματικών συμπεριφορών που εμφανίζει το παιδί μπορούν να αντιμετωπισθούν πιο άμεσα και περισσότερο αποτελεσματικά, όταν μελετώνται και ερμηνεύονται από τους γονείς και τους δασκάλους μαζί. Άλλωστε και τα παιδιά νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια, όταν ξέρουν πως η μια ομάδα υποστηρίζει και υποστηρίζεται από την άλλη[3].

Τέλος, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως τα παιδιά άθελά τους και εντελώς ασύνειδα, εμπλέκουν τους δύο χώρους βιωματικά μεταφέροντας στοιχεία ή και συμπεριφορές που αναπτύσσονται στον έναν κατευθείαν στον άλλον. Έτσι τα παιδιά από νωρίς δείχνουν να χρειάζονται την εν λόγω συνεργασία οικογένειας και σχολείου. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός που κι έρευνες έχουν δείξει πως πολύ συχνά τα παιδιά αναπτύσσουν με τους δασκάλους τους παρόμοιες σχέσεις με εκείνες που έχουν με τους γονείς τους, δηλαδή αν ένα παιδάκι έχει αναπτυγμένη την αίσθηση της τρυφερότητας και της ασφάλειας ή την ανάγκη της επιβεβαίωσης του ισχυρότερου μέσα από καυγάδες και έριδες, την ίδια ακριβώς σχέση θα προσπαθήσει να αναπτύξει και με τον δάσκαλό του στο σχολείο[4]. Και δεν είναι τυχαίο, μιας και τα βιώματα και στους δυο χώρους είναι πολύ έντονα και απαραίτητα για την προσωπικότητά του.

Και πριν ολοκληρώσουμε το σύντομο αυτό άρθρο μας στην αξία και την ανάγκη ύπαρξης συνεργασίας μεταξύ οικογένειας και σχολείου θα θέλαμε να επισημάνουμε και κάτι ακόμα, περισσότερο διευκρινίζοντάς το. Καθένας από εμάς έχει τη δική του ιστορία ως παιδί, με την οποία και οφείλουμε να διατηρούμε μια επαφή για να ξαναθυμηθούμε το παιδί που κάποτε υπήρξαμε κι εμείς, ώστε να μπορέσουμε να αντιληφθούμε και το παιδί που έχουμε απέναντί μας. Ταυτόχρονα, όμως δεν θα προβούμε σε βιαστικά συμπεράσματα που βασίζονται αποκλειστικά και μόνο σε προσωπικά βιώματα και εμπειρίες. Η αποστασιοποίησή μας από τη δική μας ηλικία είναι απαραίτητη, για να κατορθώσουμε να καταλάβουμε και τη διαφορετική εμπειρία αυτού του παιδιού που έχουμε μπροστά μας και χρειάζεται τη βοήθειά μας. Του παιδιού αυτού που είναι ένα παιδί, όπως αρκετά χρόνια πριν ήμασταν κι εμείς αλλά που όμως δεν πρέπει να το ταυτίζουμε με τον εαυτό μας, όταν εμείς ήμασταν στην ίδια ηλικία.

  

Βιβλιογραφία

  1. Chiland, C. (1994), Το Παιδί, η Οικογένεια, το Σχολείο, (μτφρ. Μαρ. Καρρά), εκδ. Πατάκη.
  2.  Cohen H. Dorothy et. all (1995), Παρατηρώντας και Καταγράφοντας τη συμπεριφορά των παιδιών, (μτφρ. Δήμητρας Ευαγγέλου), εκδ. Gutenberg.
  3. Dowling, E. & Osborne, E. (2001), Η Οικογένεια και το Σχολείο. Μια συστημική προσέγγιση από κοινού σε παιδιά με προβλήματα, (μτφρ. Ι. Μπίμπου-Νάκου), εκδ. Gutenberg.
  4. Μπίμπου-Νάκου, Ι. ? Στογιαννίδου, Α. (2006), Πλαίσια Συνεργασίας Ψυχολόγων και Εκπαιδευτικών για την οικογένεια και το σχολείο, εκδ. Τυπωθήτω, Γ. Δάρδανος.

 


 

 

 [1] Dowling, E. & Osborne, E. (2001), Η Οικογένεια και το Σχολείο. Μια συστημική προσέγγιση από κοινού σε παιδιά με προβλήματα, (μτφρ. Ι. Μπίμπου-Νάκου), εκδ. Gutenberg.

[2] Cohen H. Dorothy et. all (1995), Παρατηρώντας και Καταγράφοντας τη συμπεριφορά των παιδιών, (μτφρ. Δήμητρας Ευαγγέλου), εκδ. Gutenberg.

[3] Μπίμπου-Νάκου, Ι. ? Στογιαννίδου, Α. (2006), Πλαίσια Συνεργασίας Ψυχολόγων και Εκπαιδευτικών για την οικογένεια και το σχολείο, εκδ. Τυπωθήτω, Γ. Δάρδανος.

[4] Chiland, C. (1994), Το Παιδί, η Οικογένεια, το Σχολείο, (μτφρ. Μαρ. Καρρά), εκδ. Πατάκη.

επιστροφή