Κοινωνιολογική προέκταση των προβλημάτων συμπεριφοράς των παιδιών, η εξέλιξή τους και πιθανοί τρόποι αντιμετώπισής τους.
του Πλαϊνού Γεωργίου
Εκπαιδευτικού Π.Ε.
Με την είσοδο του παιδιού σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα, δημιουργείται αυτόματα ένα διπολικό σύστημα αγωγής, στο οποίο συμμετέχουν δύο ομάδες παιδαγωγών, οι οποίοι και ασκούν επίδραση στο παιδί: οι γονείς ως φυσικοί παιδαγωγοί και οι εκπαιδευτικοί ως επαγγελματίες. Η επιτυχία στη διαπαιδαγώγηση, τη σχολική πορεία και την αντιμετώπιση τυχόν προβλημάτων κατά τη διάρκεια της διαδρομής στο σχολείο εξαρτάται από τη γνήσια συνεργασία ανάμεσα στις δύο αυτές ομάδες παιδαγωγών. Οι εκπαιδευτικοί χρειάζονται τη βοήθεια των γονιών και οι γονείς τη στήριξη των εκπαιδευτικών. H εντατική συνεργασία μεταξύ γονέων και εκπαιδευτικών αποσκοπεί στη μείωση του διαχωρισμού μεταξύ σχολικής και εξωσχολικής ζωής καθώς και στην έγκαιρη διάγνωση τυχόν προβληματικών συμπεριφορών που συχνά εμφανίζουν τα παιδιά εξαιτίας είτε οικογενειακών είτε σχολικών παραγόντων.
Τα περισσότερα -για να μην είμαστε απόλυτοι και αφοριστικοί- παιδιά μεγαλώνοντας αντιμετωπίζουν ορισμένα προβλήματα, τα οποία δεν έχουν, συνήθως, μια και μοναδική αιτιολογία που μπορούμε εύκολα να αναγνωρίσουμε. Τις περισσότερες φορές βιολογικοί, ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν και το εμφανιζόμενο πρόβλημα είναι το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης αλληλεπίδρασης μεταξύ των εμπλεκομένων κάθε φορά παραγόντων. Τα παιδιά δεν μπορούν πάντοτε να εκφράσουν καθαρά τα συναισθήματά τους, τις απογοητεύσεις τους, τις αγωνίες τους, τους φόβους τους, την εσωτερική τους ανασφάλεια και καθετί που τους ενοχλεί ή τους ταράζει τον ψυχισμό. Όμως τα παιδιά διαθέτουν μια άλλη γλώσσα που οι μεγάλοι μπορούν και οφείλουν να μάθουν να την αποκρυπτογραφούν: τη γλώσσα της έκδηλης συμπεριφοράς[1]. Μερικές μορφές συμπεριφοράς αντιπροσωπεύουν μια κραυγή ενός δυστυχισμένου παιδιού για βοήθεια.
Τα προβλήματα συμπεριφοράς συχνά υποδηλώνουν κακή επικοινωνία είτε μέσα στην οικογένεια είτε μέσα στο σχολείο. Πολλά από τα προβλήματα έχουν παροδικό χαρακτήρα και με έγκαιρη παρέμβαση μπορούν να μειωθούν ή ακόμη και να μην ξαναεμφανιστούν. Αν όμως αυτή η παρέμβαση δεν γίνει άμεσα και το σημαντικότερο ταχύτατα, δηλαδή άμα τη εμφανίσει της αποκλίνουσας συμπεριφοράς, τότε είναι πολύ πιθανό το πρόβλημα όχι απλά να μεγαλώσει αλλά να διογκωθεί κιόλας παίρνοντας τέτοιες διαστάσεις, η αντιμετώπιση των οποίων είναι μάλλον ανέφικτη μέσα στους κόλπους του εκπαιδευτικού φορέα. Η μόνη λύση για θεραπεία των παιδιών με προβλήματα συμπεριφοράς που δεν είχαν την τύχη να διαγνωσθούν έγκαιρα, είναι η επίσκεψη σε ειδικούς επιστήμονες όπως είναι οι παιδοψυχολόγοι και οι ψυχίατροι.
Όμως η μη θεραπεία των πολύ σημαντικών προβλημάτων συμπεριφοράς των παιδιών, διαθέτει και μια άλλη αξιοσημείωτη παράμετρο που ανάγεται περισσότερο στο μέλλον τόσο του ίδιου του παιδιού όσο και της κοινωνίας γενικότερα. Ένα παιδί με άρνηση, τάσεις επιθετικότητας, συμπτώματα κατάθλιψης και μελαγχολίας, εμφάνιση υπερκινητικότητας και άλλα δυσάρεστα προβληματικά στοιχεία, τι εξέλιξη μπορεί να έχει; Ποια θα είναι η πνευματική και συναισθηματική του ανάπτυξη, όταν διαθέτει εξαρχής εμπόδια που τροχοπεδούν τη σωστή ανέλιξή του;
Τα συγκεκριμένα παιδιά σχηματίζουν μια πολύ άσχημη εικόνα για τον εαυτό τους, η οποία και τους συνοδεύει για μια ζωή με ανεπιθύμητα συνήθως αποτελέσματα. Τα παιδιά που διέπονται από προβληματικές συμπεριφορές δεν έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους κι όχι μόνο αυτό αλλά ταυτόχρονα αποδίδουν συνεχώς στον εαυτό τους ευθύνες για οτιδήποτε δεν πηγαίνει καλά, μιας και οι ίδιοι πιστεύουν ότι δεν είναι ικανοί να κάνουν τίποτα σωστά. Οι γνωστικές τους λειτουργίες επηρεάζονται σημαντικά από αυτήν τους την πεποίθηση που συν τω χρόνω γίνεται βίωμα, με αποτέλεσμα ο τρόπος αντίληψης και επεξεργασίας των ερεθισμάτων που προέρχονται από το κοινωνικό περιβάλλον να τους δυσκολεύει αφόρητα. Επιπλέον, είναι μοναχικές φυσιογνωμίες γιατί ντρέπονται και δεν κοινωνικοποιούνται ώστε να μην έχουν φίλους και να μην γίνονται εύκολα αποδεκτοί σε παρέες συνομηλίκων.
Από μελέτες έχει αποδειχθεί πως παιδιά με εμφάνιση αποκλίνουσας συμπεριφοράς μετατρέπονται μεγαλώνοντας σε περιθωριοποιημένα άτομα και σε επικίνδυνα στοιχεία, αφού ποτέ δεν είχαν την ευκαιρία κάποιος να ασχοληθεί σοβαρά μαζί τους και να τα απαλλάξει από το δυσβάσταχτο φορτίο που με τόσο κόπο έφεραν πάνω τους[2]. Αυτό το βάρος μεγαλώνει όσο το παιδί γίνεται έφηβος και κορυφώνεται, όταν ενηλικιώνεται και εισέρχεται στον κοινωνικό στίβο μη διαθέτοντας όμως τα απαραίτητα εφόδια. Έτσι, επηρεάζεται άμεσα η λειτουργικότητά του σε ακαδημαϊκό επίπεδο.
Ακόμη, πολλές φορές οι ενήλικοι που έχουν υπάρξει προβληματικά παιδιά και δεν έχουν τύχει θεραπείας, εμφανίζουν μια αντίδραση σε κάθε σωστό, κοινωνικό, νόμιμο και ορθό. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, δύο τινά μπορεί να συμβούν: ή να εκδηλώσουν την αντίθεσή τους και την οργή που συσσωρεύεται μέσα τους, γινόμενα αντιδραστικά στοιχεία με επικίνδυνες τάσεις για την κοινωνία, την οποία και με κάθε ευκαιρία «χτυπούν» ή να καταστρέψουν τον ίδιο τους τον εαυτό μπλέκοντας σε άσχημες καταστάσεις αυτοκαταστροφής και τιμωρίας.
Έτσι και τα παιδιά ως εν δυνάμει προσωπικότητες χάνονται και η κοινωνία στερείται νέου αίματος που θα την εμπλουτίσει και θα την ανανεώσει. Και αυτό το τελευταίο είναι εξαιρετικά σημαντικό, αφού μια κοινωνία που το μέλλον της είναι στα χέρια συναισθηματικά ασταθών ατόμων, δεν μπορεί να περιμένει την πρόοδο και την ανέλιξη.
Ωστόσο, η αναφορά μας στην κοινωνιολογική προέκταση των προβλημάτων συμπεριφοράς των μικρών παιδιών και την εξέλιξή τους, δεν μπορεί να ολοκληρωθεί αν δεν εντοπισθούν και δεν θεραπευτούν άμεσα οι αιτίες που τα προκαλούν. Γι? αυτό οφείλουμε για μια ακόμα φορά να επισημάνουμε την ιδιαίτερη αξία της διάγνωσης και της συνακόλουθης αντιμετώπισης των προβλημάτων. Το απαραίτητο βήμα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που παρουσιάζουν τα παιδιά είναι η συνεργασία σχολείου-οικογένειας. Η συνεργασία αυτή αποτελεί καθοριστική συνιστώσα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αφού η ανατροφή και η εκπαίδευση των παιδιών αποτελεί ουσιαστική λειτουργία τόσο για το σχολείο όσο και για την οικογένεια. Δεν θα πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε πως η εξελικτική διάσταση των προβλημάτων συμπεριφοράς και η σχέση τους με τη θυματοποίηση από την οικογένεια και το σχολείο αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς, αφού σύγχρονες έρευνες καταγράφουν σημαντικά ζητήματα που δείχνουν τη σημασία της πρόληψης σε διάφορα επίπεδα και κυρίως μέσα στην οικογένεια.
Επειδή έχει περάσει ανεπιστρεπτί η περίοδος όπου κυριαρχούσε στην εκπαίδευση ο γνωστός στις περιοχές της Δυτικής Ευρώπης όρος locus parentis (= στη θέση των γονέων, δηλαδή εκ μέρους τους), σύμφωνα με τον οποίο οι δάσκαλοι ενεργούσαν μόνοι τους για προβλήματα που εμφάνιζαν οι μαθητές τους χωρίς να ενημερώνουν τους γονείς τους, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως είναι αδήριτη ανάγκη για την επίλυση των νεοφανών συμπεριφορικών προβλημάτων των παιδιών, η συνεργασία οικογένειας-σχολείου[3]. Οι σχέσεις σχολείου και οικογένειας και κατ? επέκταση εκπαιδευτικών και γονέων συνιστούν ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο τόσο για την εκπαίδευση των παιδιών όσο και για την ίδια την οικογένεια και τις σχέσεις που διέπουν τα μέλη της. Η σημαντικότητα αυτής της σχέσης αποκτάει μεγαλύτερη δυναμική, όταν το παιδί που φοιτά στο σχολείο αντιμετωπίζει ιδιαίτερες δυσκολίες. Τότε η σχέση μεταξύ των δύο συστημάτων (οικογένειας και σχολείου) και των μελών τους, αποκτάει άλλη ένταση και φόρτιση και οι παράμετροί της γίνονται πιο λεπτές και ευαίσθητες.
Στη σημερινή απαιτητική εποχή, έχει γίνει απόλυτα κατανοητό ότι η ανάγκη για εξομάλυνση της διάστασης που υπάρχει μεταξύ του τρόπου κοινωνικοποίησης της οικογένειας και του σχολείου είναι επιτακτική. Το ίδιο επιτάσσει και ο τρόπος ερμηνείας των προβλημάτων συμπεριφοράς των παιδιών από τους δύο φορείς αγωγής, στοιχείο που αποτελεί και σημείο έντονης διαμάχης μεταξύ τους για την όποια επικείμενη συνεργασία τους. Η οικογένεια ενοχοποιεί το σχολείο για τα προβλήματα που εμφανίζει το παιδί και το σχολείο την οικογένεια και έτσι συνεχίζεται ο φαύλος κύκλος. Στο ενδιάμεσο των δύο, τα παιδιά προσπαθούν να κατανοήσουν μέσα από αντιφατικά σχήματα ερμηνείας σημαντικά θέματα που τα αφορούν άμεσα, όπως είναι ο ρόλος και οι προτεραιότητες του σχολείου καθώς και η δική τους συμπεριφορά εντός και εκτός οικογενείας και σχολείου. Με όλα όσα επισημάναμε γίνεται κατανοητή η ανάγκη στενής συνεργασίας σχολείου και οικογένειας με συστηματικοποίηση της γονεϊκής εμπλοκής στα του σχολείου.
Κάποιοι από τους τρόπους που μπορούν να συντελέσουν τα μέγιστα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των παιδιών είναι οι συναντήσεις των δασκάλων με τους γονείς αλλά σε μια προαποφασισμένη κανονικότητα. Δηλαδή είναι πολύ σημαντικό ο γονέας να διαθέτει στην αρχή κάθε σχολικού έτους ένα πρόγραμμα συναντήσεων με όλους τους εκπαιδευτικούς που εμπλέκονται με το παιδί κι όχι μόνο με τον δάσκαλο της τάξης του ή στην καλύτερη τον διευθυντή της σχολικής μονάδας. Έτσι, πρέπει να υπάρχουν προκαταρκτικές συναντήσεις για την ενημέρωση των δασκάλων από τους γονείς αναφορικά με τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του παιδιού στο σπίτι αλλά και για την οικογενειακή κατάσταση και το σπιτικό περιβάλλον.
Ακολούθως, πρέπει ανά τακτά χρονικά διαστήματα να έχουν συστηματοποιηθεί συναντήσεις, όπου γονείς και δάσκαλοι θα ανταλλάσσουν απόψεις για την εξέλιξη του παιδιού. Οι συζητήσεις με τους γονείς είναι πολύ σημαντικές γιατί μέσα απ? αυτές οι δάσκαλοι αντλούν πληροφορίες είτε για τυχόν αλλαγές στο οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού είτε για προβληματικές συμπεριφορές που μπορεί να εμφανίσει στο σχολείο. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η καθιέρωση ανοιχτών ημερών, πλην των ημερών που αφορούν την επίδοση της βαθμολογίας, κατά τις οποίες οι γονείς μπορούν να έρθουν σε επαφή με τους εκπαιδευτικούς για οτιδήποτε απασχολεί τις δύο πλερές.
Οι παραπάνω τρόποι εννοείται ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τους παραδοσιακούς τρόπους επικοινωνίας σχολείου και οικογένειας, δηλαδή όταν ο δάσκαλος παρατηρεί κάτι και καλεί άμεσα τους γονείς για ενημέρωση ή ο γονέας αντιλαμβάνεται κάποιο θέμα και επισκέπτεται έκτακτα το σχολείο ώστε να ερευνήσει τις αιτίες του θέματος. Φυσικά, όλα αυτά πρέπει να είναι σαφώς οριοθετημένα, δηλαδή είναι απαραίτητη η συνεργασία αλλά να μην υπερβαίνει τα επιτρεπόμενα όρια. Οι γονείς πρέπει να συνειδητοποιήσουν πως αφενός δεν μπορούν να ενοχλούν συνεχώς τους εκπαιδευτικούς με έκτακτες επισκέψεις και αφετέρου οι δάσκαλοι είναι εκπαιδευτικοί όχι κοινωνικοί λειτουργοί ή ψυχολόγοι για να επιλύσουν επιστημονικά το ζήτημα. Επίσης και οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να εισέρχονται στη θέση των γονέων και να βλέπουν το πρόβλημα και από τη δική τους οπτική, πριν καταλήξουν σε κρίσεις και συμπεράσματα.
Επιπρόσθετα, πολλοί εκπαιδευτικοί πιστεύουν πως το σχολείο πρέπει να ενθαρρύνει περισσότερο τη συμμετοχή των γονέων στην εκπαιδευτική διαδικασία, γι? αυτό και προτείνουν[4]:
i) την ισχυροποίηση του ρόλου του διευθυντή της σχολικής μονάδας, ο οποίος θα πρέπει να ηγείται και να αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στις προβληματικές περιπτώσεις, -έχει παρατηρηθεί ότι και οι εκπαιδευτικοί αλλά και οι γονείς συχνά του αποδίδουν έναν ρόλο «συνδετικού κρίκου» μεταξύ τους, ρόλο που φαίνεται να τους ικανοποιεί πλήρως-,
ii) την επαναφορά της πρακτικής των επισκέψεων των δασκάλων στο σπίτι ώστε να «ελέγχουν ιδίοις όμμασι» το περιβάλλον το οποίο έχει δημιουργήσει η κάθε οικογένεια για να μεγαλώσει τα παιδιά της,
iii) τη διενέργεια ανοιχτών συζητήσεων με την εθελοντική συμμετοχή όσων θέλουν να μιλήσουν ανοιχτά για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους,
iv) τις προσωπικές για κάθε οικογένεια μαθητή που φοιτά στο σχολείο και εξειδικευμένες συνεντεύξεις με τους γονείς για τη δημιουργία αρχείου πληροφοριών για κάθε παιδί και
v) την αρκετά προκλητική αναζήτηση ?ουσιαστικών και επουσιωδών- στοιχείων που θα βοηθήσουν στην καλύτερη γνωριμία με την οικογένεια.
Όσον αφορά σε άλλους πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης προβληματικών σχετικά με τη συμπεριφορά παιδιών, μπορούμε να ενεργοποιήσουμε τις διαδικασίες για παραπομπή του παιδιού στην διεπιστημονική επιτροπή των Κέντρων Διάγνωσης Αξιολόγησης και Υποστήριξης, τα γνωστά ΚΔΑΥ. Εκεί με τη συμμετοχή παιδοψυχολόγων, σχολικών συμβούλων και κοινωνικών λειτουργών, μπορεί να υπάρξει μια πιο ολοκληρωμένη και επιστημονικά ορθή λύση για το πρόβλημα που αντιμετωπίζει κάθε μαθητής.
Ανακεφαλαιώνοντας, τρόποι υπάρχουν πάρα πολλοί για την αντιμετώπιση παραπτωματικών συμπεριφορών των μαθητών, αρκεί το σχολείο και η οικογένεια να ανγνωρίσουν από κοινού πως υπάρχει πρόβλημα στο παιδί και να συνεργαστούν για να αποφασίσουν μαζί για το τι πρέπει να γίνει. Στη συνέχεια θέτοντας το παιδί στο επίκεντρο της μελέτης, πρέπει να διερευνήσουν πλήρως τη συμπεριφορά-πρόβλημα σε ένα πλαίσιο αλληλεπίδρασης. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως από τη συνεργασία οικογένειας-σχολείου πρωτίστως κερδίζει το ίδιο το παιδί. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι τα παιδιά αποκομίζουν απτά οφέλη από την αρμονική συνεργασία γονέων-εκπαιδευτικών που εντοπίζεται στις επιδόσεις του παιδιού στα μαθήματα (ιδιαίτερα στην ανάγνωση, το γράψιμο και τα μαθηματικά) καθώς και στην εμφανή αλλαγή προς το καλύτερο της συμπεριφοράς του. Ο συντονισμός των δυο φορέων αγωγής του παιδιού θα το οδηγήσει στην ολοκληρωμένη ανάπτυξή του σε όλους τους τομείς.
Βιβλιογραφία
- Chiland, C. (1994), Το Παιδί, η Οικογένεια, το Σχολείο, (μτφρ. Μαρ. Καρρά), εκδ. Πατάκη.
- Cohen H. Dorothy et. all (1995), Παρατηρώντας και Καταγράφοντας τη συμπεριφορά των παιδιών, (μτφρ. Δήμητρας Ευαγγέλου), εκδ. Gutenberg.
- Dowling, E. & Osborne, E. (2001), Η Οικογένεια και το Σχολείο. Μια συστημική προσέγγιση από κοινού σε παιδιά με προβλήματα, (μτφρ. Ι. Μπίμπου-Νάκου), εκδ. Gutenberg.
- Μπίμπου-Νάκου, Ι. ? Στογιαννίδου, Α. (2006), Πλαίσια Συνεργασίας Ψυχολόγων και Εκπαιδευτικών για την οικογένεια και το σχολείο, εκδ. Τυπωθήτω, Γ. Δάρδανος.
[1] Cohen H. Dorothy et. all (1995), Παρατηρώντας και Καταγράφοντας τη συμπεριφορά των παιδιών, (μτφρ. Δήμητρας Ευαγγέλου), εκδ. Gutenberg.
[2] Chiland, C. (1994), Το Παιδί, η Οικογένεια, το Σχολείο, (μτφρ. Μαρ. Καρρά), εκδ. Πατάκη.
[3] Μπίμπου-Νάκου, Ι. ? Στογιαννίδου, Α. (2006), Πλαίσια Συνεργασίας Ψυχολόγων και Εκπαιδευτικών για την οικογένεια και το σχολείο, εκδ. Τυπωθήτω, Γ. Δάρδανος.
[4] Dowling, E. & Osborne, E. (2001), Η Οικογένεια και το Σχολείο. Μια συστημική προσέγγιση από κοινού σε παιδιά με προβλήματα, (μτφρ. Ι. Μπίμπου-Νάκου), εκδ. Gutenberg.