Σκοποί και στόχοι της ιστορίας στη σύγχρονη διδακτική μεθοδολογία

 

                                                                                    του  Πλαϊνού Γεωργίου

                                                                                      Εκπαιδευτικού Π.Ε

 

Ο εύστοχος προσδιορισμός των διδακτικών σκοπών είναι ουσιαστικός παράγοντας, ο οποίος δημιουργεί θετικές προϋποθέσεις για την επιτυχία της όλης μαθησιακής διαδικασίας[1]. Το μάθημα της ιστορίας και οι διδακτικές και μαθησιακές εφαρμογές του πρέπει να τείνουν προς τους κοινωνικοπολιτικούς και πολιτιστικούς στόχους. Ο μορφωτικός σκοπός της ιστορικής εκπαίδευσης συναντάται με την κατάκτηση της πολιτικής, της πολιτιστικής, της εθνικής και της κοινωνικής αυτοσυνειδησίας του μαθητή.

Το σύγχρονο σχολείο αποσκοπεί στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ολοκλήρωση της προσωπικότητας των μαθητών. Ο γενικά και κοινά αποδεκτός σκοπός, ο οποίος φαίνεται να συναντάται συχνότερα στις σκοποθεσίες του μαθήματος της ιστορίας, σχετίζεται με τις έννοιες της ιστορικής συνείδησης και της ιστορικής σκέψης και αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο, που δικαιολογεί την χρησιμότητα του μαθήματος της ιστορίας. Πιο συγκεκριμένα, δικαιολογεί την καλλιέργεια γνήσιας ιστορικής συνείδησης και κρίσης των μαθητών, η οποία περιλαμβάνει τη βιωματική συμμετοχή τους στις αξίες και τα γεγονότα που ιστορούνται καθώς και τη γνώση και κατανόηση των προβλημάτων του ανθρώπου γενικά και της σύγχρονης ζωής ιδιαίτερα. Ο διδάσκων το μάθημα της ιστορίας θα πρέπει να αποσκοπεί στη δημιουργία κριτικής ιστορικής σκέψης και στην ταυτόχρονη ανάπτυξη εθνικής, κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης των μαθητών ως μελών της ευρύτερης διεθνούς και ειδικότερα ευρωπαϊκής κοινωνίας[2].

Με τη μελέτη της ιστορικής πραγματικότητας, το άτομο αποκτά επίγνωση της ιστορικότητάς του, δηλαδή αντιλαμβάνεται ότι το παρελθόν είναι κάτι που το αφορά άμεσα. Η διαπίστωση αυτή συμβάλλει ώστε ο μαθητής να βιώνει το παρελθόν και να κατανοεί ότι η ιστορία είναι έργο συλλογικό και η ιστορική δράση διαμορφώνεται μέσα στις επικρατούσες κάθε φορά ιδιαίτερες συνθήκες. Παράλληλα, η ανεξαρτησία της σκέψης, η απαλλαγή από προκαταλήψεις και η λογική ερμηνεία των γεγονότων είναι κατακτήσεις, οι οποίες επιτυγχάνονται με την καλλιέργεια της ιστορικής σκέψης και οδηγούν στη δημιουργία ελεύθερων ανθρώπων. Έτσι, ελευθερία και υπευθυνότητα είναι δύο αρετές που μπορούν να αναπτυχθούν με τη μελέτη της ιστορίας.

Ένας άλλος στόχος του μαθήματος της ιστορίας είναι η πρόταξη της διδασκαλίας του εθνικού βίου, γιατί οι μαθητές πρέπει να κατανοήσουν πρώτα τη δική τους ιστορική πραγματικότητα, για να είναι αμέσως μετά σε θέση να ερμηνεύσουν την υπερεθνική πραγματικότητα. Έτσι όταν αναπτυχθούν σε ικανοποιητικό βαθμό η ιστορική σκέψη και συνείδηση των μαθητών, το ενδιαφέρον μπορεί να επεκταθεί στην Ευρωπαϊκή και Παγκόσμια Ιστορία. Οι μαθητές πρέπει να μαθαίνουν εκείνα τα ιστορικά γεγονότα που αποτέλεσαν την αφετηρία των εξελίξεων και των μεταβολών, έτσι ώστε μέσα από την αλληλουχία του ιστορικού γίγνεσθαι να άγονται στην κατανόηση της ιστορικής πραγματικότητας και να συνειδητοποιούν ότι το παρόν προέρχεται από το παρελθόν και ότι το μέλλον προετοιμάζεται στο παρόν.

Ακόμη, επιδίωξη του μαθήματος της ιστορίας είναι να αναπτύξει σταδιακά την ικανότητα του μαθητή να σκέπτεται ιστορικά, δηλαδή να αντιμετωπίζει το παρόν στην ιστορική του διάσταση και προοπτική ως προϊόν του παρελθόντος, του οποίου οι συνθήκες ορίζουν το μέλλον και έτσι βαθμιαία να διαμορφώνει ιστορική συνείδηση, ήτοι συναισθηματική συμμετοχή στην ιστορική εξέλιξη. Ταυτόχρονα, οφείλει να ασκεί το μαθητή μαθαίνοντάς του να διακινεί τη σκέψη του πέρα από το δικό του χωροχρόνο, πίσω στο χρόνο και το χώρο, συνειδητοποιώντας κατ? αυτόν τον τρόπο ότι ο πολιτισμός είναι ζήτημα πολυσύνθετο και συνολικό.

Ασκούμενος ο μαθητής στην ιστορική σκέψη οδηγείται και στη λογική της διαδικασίας ανακάλυψης της νεότερης ιστορικής γνώσης. Συνηθίζει να αυτενεργεί, πραγματοποιώντας ο ίδιος το έργο αναζήτησης και ανακάλυψης της ιστορικής γνώσης. Γενικεύοντας με βάση μια συστηματική παρακολούθηση των πληροφοριών από τα δεδομένα του, μπορεί να κατανοεί τα της ίδρυσης και εξέλιξης του πολιτισμού ευρύτερα[3].

Η διδασκαλία της ιστορίας στο σχολείο αποσκοπεί στην καλλιέργεια κοινού συστήματος αξιών: της ανοχής, του σεβασμού των άλλων και της πολυπολιτισμικότητας. Η διαμόρφωση κριτικού πνεύματος και η απόκτηση κριτικής ικανότητας μπορούν να επιτευχθούν με τη σύγκριση πολιτισμών, εποχών, συλλογικών στάσεων και συμπεριφορών. Με την κριτική πρόσληψη του παρελθόντος και την απο-ιδεολογικοποίηση της ιστορικής γνώσης οι μαθητές μπορούν να οδηγηθούν στην επίγνωση της αναγκαιότητας της ανοχής και του σεβασμού. Θεμελιώδες αίτημα του λόγου της ιστορικής επιστήμης αποτελεί ο εθισμός των μαθητών στη διάκριση αλήθειας-ψεύδους και η αντίληψη της ιστορικής αλήθειας, όχι μόνο της αυθεντικής βιωμένης πραγματικότητας αλλά της κατανόησης «του άλλου, του άλλοτε και του αλλού»[4].

Γι? αυτό οι νέοι πρέπει να γνωρίζουν όχι μόνο τη δική τους ιστορική κληρονομιά αλλά και αυτή των άλλων κρατών και των άλλων προσώπων, να κατακτήσουν την ικανότητα αυτόνομης σκέψης και κριτικής προσέγγισης διαφορετικών ιστορικών πηγών και την ικανότητα υπέρβασης των ιστορικών πληροφοριών, οι οποίες βασίζονται σε προκαταλήψεις και στερεότυπα, να αναπτύξουν ανεξαρτησία της γνώμης και της κρίσης, ανοχή και σεβασμό της ιδιαιτερότητας των άλλων[5].

Δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως η ιστορία είναι διάλογος με την ετερότητα, ενδιαφέρον για τις ισότιμες αλλά διαφορετικές από τη δική μας κοινωνίες του παρελθόντος και συμμετοχή στον αδιάκοπο αγώνα των ανθρώπινων γενεών για τη βελτίωση και την αλλαγή του κόσμου[6]. Έτσι το σχολείο θα διαπαιδαγωγήσει τους μαθητές-πολίτες και θα καλλιεργήσει στάσεις και αξίες, όπως είναι η ευαισθησία στους ανθρώπους και το περιβάλλον, ο σεβασμός της αξιοπρέπειας, η φιλειρηνική διάθεση και η ανοχή στη διαφορετική πολιτισμική ταυτότητα[7].

Μέσα από το μάθημα της ιστορίας οι μικροί μαθητές κατανοούν ότι ο ελληνικός και παγκόσμιος πολιτισμός είναι έργο συλλογικής ανθρώπινης προσπάθειας, αγώνων και θυσιών[8]. Ωστόσο παρά την συλλογικότητα που εμφανίζει η ιστορία, δεν παύει να φέρει και προσωπική, ατομική ευθύνη στο βαθμό που καθένας συμβάλλει συνειδητά και ελεύθερα στην κοινή προσπάθεια[9].

Μολαταύτα, σημαντικό στοιχείο στη διδακτική της ιστορίας σήμερα αποτελεί ο διαπολιτισμικός χαρακτήρας διδασκαλίας της ιστορίας, γεγονός όμως που προκαλεί ένα πλήθος ζητημάτων που αφορούν άμεσα στη διαλεκτική σχέση της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης με την ιστορία. Το πρόβλημα των διαπολιτισμικών αλληλεπιδράσεων στην ιστορία αποτελεί ιδιαίτερα ελκυστικό χώρο μελέτης της παγκόσμιας ιστορίας, η δική μας αναφορά όμως θα επικεντρωθεί σε τέσσερα απλά ερωτήματα που ανακύπτουν κατά την διδασκαλία της ιστορίας με τη διαπολιτισμική μέθοδο.

Πρώτο ζήτημα είναι σε ποιο βαθμό η ιστορία θα πρέπει να διδάσκει  ιστορικά γεγονότα, χρονολογικά ή με άλλον τρόπο, τα οποία παρουσιάζουν ως αντικειμενικές συγκεκριμένες εκδοχές του παρελθόντος ή αν θα πρέπει να επιδιώκεται μία ισορροπία μεταξύ των ιστορικών γεγονότων και των γενικών ιστορικών δεξιοτήτων που θα επιτρέψουν στους μαθητές να αναζητούν οι ίδιοι μαρτυρίες και να αμφισβητούν τις παραδοσιακές ερμηνείες των ιστορικών γεγονότων.

Το δεύτερο ζήτημα που τίθεται, αφορά το αν και σε ποιο βαθμό θα πρέπει το πρόγραμμα να ενθαρρύνει τους μαθητές να μελετούν οι ίδιοι την ιστορία του οικογενειακού και του άμεσου κοινωνικού τους περιβάλλοντος. Πρόκειται για μια προσέγγιση που διαφοροποιείται από την παραδοσιακή επικέντρωση της ιστορίας σε συγκεκριμένα ιστορικά πρόσωπα πολιτικών ή στρατιωτικών ηγετών και σε αξιοσημείωτα ιστορικά γεγονότα.

Σύμφωνα με τη διαπολιτισμική προσέγγιση, μια σημαντική ευκαιρία που παρέχει η διδασκαλία της ιστορίας, είναι η διδασκαλία της τοπικής ιστορίας, κυρίως το πώς διαμορφώνονται οι τοπικές κοινωνίες μέσα από την μετακίνηση των ανθρώπων. Είναι πολύ σημαντικό οι πληροφορίες για την ιστορία και τον πολιτισμό των παλιννοστούντων και αλλοδαπών μαθητών να μην αποτελούν ιδιαίτερο αντικείμενο αλλά να εντάσσονται στον κεντρικό κορμό της ιστορικής διδασκαλίας.

Ένα τρίτο ζήτημα αφορά τον τρόπο με τον οποίο η διδασκαλία της ιστορίας θα υπερβεί τον σχετικισμό και θα αναχθεί, μέσα από το μερικό στο γενικό, εντάσσοντας τους μαθητές αποτελεσματικότερα στην κοινή μαθησιακή διαδικασία και αποφεύγοντας παράλληλα τον αποκλεισμό και τις διακρίσεις της παραδοσιακής διδασκαλίας της ιστορίας.

Τέταρτο και τελευταίο ζήτημα είναι ο βαθμός στον οποίο η ιστορία θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως μέσο για να εορτάζονται σημαντικά γεγονότα, επιτεύγματα και ήρωες που τροφοδοτούν την υπερηφάνεια ενός έθνους ή μιας εθνοτικής ομάδας, χωρίς να προκαλούνται έχθρες και αποκλεισμοί. Στο πλαίσιο αυτό η διδασκαλία της ιστορίας συνδέεται με την αγωγή για την ειρήνη.

Συνοψίζοντας, ο σκοπός για ιστορική μόρφωση του μαθητή και η εξαγωγή συμπερασμάτων για την βελτίωση του κοινωνικοπολιτικού βίου του, καθιστά την ιστορία ζωτικό στοιχείο δράσης και εξέλιξης τόσο των κοινωνιών όσο και ευρύτερα κρατών και ολόκληρων εθνών. Από τα δεδομένα της καλούμαστε να εξετάσουμε συμπεράσματα περί του γιατί των καταστάσεων του παρόντος και των προσδοκιών του μέλλοντος.

 

        Βιβλιογραφία

 

      1.      Αβδελά, Ε., Ιστορία και Σχολείο, εκδ. Νήσος, Αθήνα 1998.

2.      Αντωνιάδης, Αλ., Διδακτική της Ιστορίας. Διδακτική πράξη και θεωρία, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1995.

3.      Βερτσέτης, Αθ., Διδακτική της Ιστορίας, αυτοέκδοση, Αθήνα 1996.

4.      Βώρου, Φ. Κ., Σπουδή και Διδασκαλία της Ιστορίας, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1980.

5.      Κόκκινος, Γ., Από την Ιστορία στις ιστορίες. Προσεγγίσεις στην ιστορία της Ιστοριογραφίας, την επιστημολογία και τη διδακτική της ιστορίας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998.

6.      Κόκκινος, Γ., «Η ιστορία στο σχολείο; Από την ιδεολογική λειτουργία στη δημιουργία ιστορικής σκέψης», περ. Τα Ιστορικά, τόμ. 19, τεύχ. 36, Αθήνα 2002.

7.      Σιούρλα, Β., «Τέχνη και Ιστορία: διδακτική προσέγγιση έργων της γεωμετρικής τέχνης ως ιστορικής πηγής», περ. Παιδαγωγική Επιθεώρηση, τεύχ. 28, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1998.

 

 

 



  [1]  Αθ. Βερτσέτης, Διδακτική της Ιστορίας, αυτοέκδοση, Αθήνα 1996, σσ. 75-76.

[2] Ε. Αβδελά, Ιστορία και Σχολείο, εκδ. Νήσος, Αθήνα 1998, σ. 46.

[3] Β. Σιούρλα, «Τέχνη και Ιστορία: διδακτική προσέγγιση έργων της γεωμετρικής τέχνης ως ιστορικής πηγής», περ. Παιδαγωγική Επιθεώρηση, τεύχ. 28, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 195.

[4] Γ. Κόκκινος, Από την Ιστορία στις ιστορίες. Προσεγγίσεις στην ιστορία της Ιστοριογραφίας, την επιστημολογία και τη διδακτική της ιστορίας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998, σσ. 360-363.

[5] Γ. Κόκκινος, «Η ιστορία στο σχολείο; Από την ιδεολογική λειτουργία στη δημιουργία ιστορικής σκέψης», περ. Τα Ιστορικά, τόμ. 19, τεύχ. 36, Αθήνα 2002, σ. 180.

[6] Γ. Κόκκινος, Από την Ιστορία στις ιστορίες?, ό.π., σσ. 183-184.

[7] Ό.π., σ. 191.

[8] Αλ. Αντωνιάδης, Διδακτική της Ιστορίας. Διδακτική πράξη και θεωρία, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1995, σ. 85.

[9] Φ. Κ. Βώρου, Σπουδή και Διδασκαλία της Ιστορίας, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1980, σ. 11 (παράρτημα)

επιστροφή