Διαπολιτισμική αγωγή: έννοια, σκοποί και στόχοι
του Πλαϊνού Γεωργίου
Εκπαιδευτικού Π.Ε.
Η διαπολιτισμική αγωγή, ως σύγχρονη παιδαγωγική πρακτική, αναπτύχθηκε στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, κυρίως στις πολυεθνικές χώρες, όπως ο Καναδάς και οι ΗΠΑ καθώς και σε άλλες χώρες, εξαιτίας της μαζικής μετακίνησης ανθρώπων σε παγκόσμιο επίπεδο καθώς και της διαμόρφωσης του πολυπολιτισμικού χαρακτήρα των κοινωνιών τους. Είναι σημαντικό ν? αναφερθεί πως η ανάγκη ύπαρξής της στοχεύει στην απόκτηση νέων εμπειριών καθώς και στη μεταβολή ουσιωδών χαρακτηριστικών άλλων πολιτισμών και τρόπων σκέψης σε περιεχόμενα μάθησης. Η διαπολιτισμική αγωγή είναι μια ανάγκη της εποχής μας, κατά την οποία έθνος και πολιτισμοί βρίσκονται σε μια διαδικασία αλληλοπροσέγγισης.
Ο όρος διαπολιτισμική εκπαίδευση δεν παραπέμπει σε ένα συγκεκριμένο και κοινά αποδεκτό μοντέλο εκπαίδευσης αλλά σε ένα ευρύ φάσμα θεωρητικών αναλύσεων και αρχών που πρέπει να διέπουν τη διδασκαλία και τη μάθηση στο διαπολιτισμικό σχολείο. Η διαπολιτισμική εκπαίδευση ορίζεται ως διαδικασία αναγνώρισης ετερότητας και συνεργασίας μεταξύ ατόμων διαφορετικών πολιτισμών. Ως αποδέκτες της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης ορίζονται όλοι οι μαθητές ανεξάρτητα από τις πολιτισμικές τους καταβολές.
Η διάθεση για ειλικρινή και απροκατάληπτη επικοινωνία με τους άλλους, που αποτελεί βασική προϋπόθεση της φιλοσοφίας της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, περιλαμβάνει την αναγνώριση του «άλλου» ως ισότιμου μέλους στην κοινωνική και πολιτική ζωή και τη συνεκπαίδευση όλων των παιδιών ανεξαρτήτως προέλευσης μέσα σε ένα πνεύμα συνεννόησης και συνεργασίας μεταξύ των πολιτισμικά διαφορετικών ανθρώπων. Μια παιδαγωγική και παράλληλα εκπαιδευτική σκέψη που αφορά μια πολυπολιτισμική κοινωνία δεν μπορεί παρά να είναι κριτική? να γνωρίζει δηλαδή πως τα ήθη και τα έθιμα, οι συνήθειες και οι αξίες με τις οποίες έρχεται σε επαφή, παρόλο που είναι διαφορετικές δεν είναι ιεραρχικά κατώτερες.
Βασικό μέλημα της διαπολιτισμικής αγωγής είναι τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη συνάντηση δύο ή περισσότερων πολιτισμών και τις παιδαγωγικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπισή τους. Γι? αυτό το λόγο και αποτελεί μια απάντηση στην πολυπολιτισμική πρόκληση και την πολυπλοκότητα των εκπαιδευτικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν όλες σχεδόν οι σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Το εκπαιδευτικό σύστημα καλείται να παίξει το ρόλο του στη δημιουργία προϋποθέσεων του πλουραλισμού και της ετερότητας ως βασικών γνωρισμάτων του κοινωνικού γίγνεσθαι[1].
Στην Ευρώπη, η προώθηση της διαπολιτισμικής αγωγής άρχισε τις δύο τελευταίες δεκαετίες, ύστερα από την αποτυχία που σημείωσε η πολιτική της ενσωμάτωσης των παιδών των μεταναστών στα εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών υποδοχής. Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση συνδέει τη διαπολιτισμική αγωγή με την ευρωπαϊκή διάσταση στην παιδεία, η οποία αποσκοπεί στη διαμόρφωση μίας ενιαίας ευρωπαϊκής συνείδησης, ως προϋπόθεση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Η ιδέα της διαπολιτισμικής παιδείας δεν εξαντλείται σε έναν πολιτιστικό πλουραλισμό, όπου συνυπάρχουν απλά διαφορετικοί πολιτισμοί και όπου ο κυρίαρχος πολιτισμός ανέχεται τους άλλους. Αντιθέτως, έχει ευρύτερη διάσταση και προϋποθέτει την αναγνώριση της ισοτιμίας των πολιτισμών, τόσο στα εκπαιδευτικά προγράμματα όσο και στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή ευρύτερα. Δηλαδή σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, η διαπολιτισμική αγωγή δεν απευθύνεται μόνο στα μέλη των μειονοτήτων αλλά εξίσου και στα μέλη της πλειονότητας, έτσι ώστε να ανοίγει ο δρόμος για την αλληλεπίδραση των πολιτισμών και την επίτευξη της πολιτισμικής όσμωσης των εκπαιδευόμενων[2].
Η διαπολιτισμική προσέγγιση στην εκπαίδευση, ως κύρια συνιστώσα της ευρωπαϊκής παιδείας, δεν έχει επηρεάσει ακόμα σε μεγάλο βαθμό τις εκπαιδευτικές λειτουργίες των κρατών-μελών, με αποτέλεσμα να οξύνονται, αντί να αμβλύνονται, τα φαινόμενα της ξενοφοβίας, των διακρίσεων και του ρατσισμού. Η ιδέα όμως της διαπολιτισμικής παιδείας είναι δυνατόν να αναδειχθεί σε μια νέα οικουμενική ιδέα, η οποία θα εμφυσήσει στους πολίτες τα ανθρωπιστικά ιδεώδη και τα υψηλά ιδανικά, προκειμένου να αμβλύνουν τις διαφορές τους και να επιδιώξουν την αρμονική συμβίωση.
Η παιδεία αποτελεί τον βασικό μοχλό όσον αφορά στη συμμετοχή στο νέο κοινωνικοπολιτικό, πολιτιστικό και ιστορικό γίγνεσθαι, το οποίο διαμορφώνεται στην ενωμένη Ευρώπη. Τα κράτη-μέλη έχουν αρχίσει τις αλλαγές στα εκπαιδευτικά τους συστήματα προκειμένου να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τους πληθυσμούς με γλωσσικές και πολιτιστικές διαφορές[3].
Σε αυτές τις νέες συνθήκες, το ίδιο το σχολείο ως σημαντικό συστατικό στοιχείο του εκπαιδευτικού συστήματος, φαίνεται να συνειδητοποιεί τις κοσμογονικές αλλαγές, οι οποίες συντελούνται σε παγκόσμιο επίπεδο, παρουσιάζοντας διάθεση προσαρμογής, με βήματα, ωστόσο, ακόμα άτολμα, ντροπαλά και αβέβαια. Τα τελευταία χρόνια διαπιστώνουμε πολυεπίπεδες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες στο χώρο του σχολείου, οι οποίες λαμβάνουν υπόψιν την πολυχρωμία και την πολυφωνία του πληθυσμού.
Άλλωστε, σύμφωνα με τον Helmut Essinger ο οποίος ορίζει την διαπολιτισμική εκπαίδευση ως την παιδαγωγική απάντηση στα προβλήματα διαπολιτισμικής φύσης, τα οποία ανακύπτουν σε μια πολυπολιτισμική και πολυεθνική κοινωνία, η εκπαίδευση είναι αυτή που πρέπει να δώσει λύση στα προβλήματα των μειονοτικών ομάδων που υποφέρουν λόγω διαφορετικής ταυτότητας, στοχεύοντας στο να αναπτύξουν την ανοχή και την αμοιβαία κατανόηση μεταξύ των μαθητών και των εκπαιδευτικών των διαφόρων εθνικών και πολιτιστικών ομάδων μέσα στην πολυμορφία των πολιτιστικών κοινωνιών[4]. Σ? αυτό μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά και με αποτελεσματικό τρόπο το μάθημα της Ιστορίας.
Στο πλαίσιο μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας οι παιδαγωγικές στρατηγικές δεν επιτρέπεται να στηρίζονται στην άρνηση του «άλλου» αλλά στη γνώση και την αλληλοκατανόηση που οδηγεί στην υπέρβαση της αποξένωσης του ανθρώπου, από τον πολιτισμικά «διαφορετικό» συνάνθρωπό του αλλά και από το ίδιο του τον εαυτό. Γνωρίζοντας και κατανοώντας τους πολιτισμικά «διαφορετικούς» ανθρώπους, μαθαίνουμε καλύτερα τον εαυτό μας[5].
Η εκπαίδευση παίρνει ένα ξεχωριστό ρόλο απέναντι στην καινούρια κατάσταση που δημιουργείται, εξαιτίας της συνάντησης και συμβίωσης διαφορετικών πολιτισμών, οι οποίοι όταν έρχονται σε επαφή μεταξύ τους, αντιπαραθέτουν τέτοιες αξίες, όπως την πολιτική τους διάσταση, τα πολιτεύματά τους, την ιστορία τους, την κοινωνική τους οργάνωση και τις κοινωνικές τους αξίες. Ενθαρρύνει δηλαδή μια διαλεκτική σχέση και μια δυναμική ανάμεσα στα άτομα με διαφορετική κουλτούρα.
Βασικός στόχος της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης αποτελεί η δημιουργία προϋποθέσεων διαπολιτισμικής επικοινωνίας και η επικοινωνιακή διαδικασία δόμησης των ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων[6]. Επιμέρους στόχοι αυτής της εκπαίδευσης είναι αφενός η προετοιμασία των παιδιών να ζουν καθημερινά την πολιτισμική ποικιλία καθώς και η παράλληλη αποδοχή της ως κάτι φυσικό και προφανές και αφετέρου η θετική τους αντίδραση απέναντι στη διαφορά, την οποία δεν θα πρέπει να βιώνουν ως απειλή αλλά ως πηγή ενδιαφέροντος. Η εισαγωγή της διαπολιτισμικής αγωγής στην εκπαίδευση από τη μια στοχεύει στη διαδικασία αλληλεπίδρασης, η οποία δημιουργεί τη δομή για εξέλιξη της μάθησης και από την άλλη διεγείρει τα παιδιά να προχωρήσουν στη διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στο «άλλο» και στο «εγώ», αναπτύσσοντας ευαισθησία απέναντι σε ζητήματα σεβασμού της ταυτότητας και του πολιτσιμικού κεφαλαίου των αλλοδαπών μαθητών.
Επιπρόσθετα, χαρακτηριστικό γνώρισμά της αποτελεί όχι μόνο η αποδοχή και ο σεβασμός του διαφορετικού αλλά επίσης η αναγνώριση της πολιτισμικής τους ταυτότητας μέσα από προσπάθειες διαλόγου, κατανόησης και συνεργασίας. Αναγνωρίζει την ποικιλία της διαφοράς, η οποία αξίζει να προαχθεί και συνάμα προϋποθέτει παύση της μισαλλοδοξίας και των έντονων πράξεων διάκρισης ανάμεσα σε δυνατές κοινωνικές ομάδες και άλλες ξεχασμένες, δηλαδή ανάμεσα σε κυρίαρχους πολιτισμούς και άλλους καταπιεζόμενους.
Ακόμη, η διαπολιτισμικότητα θεωρείται το εργαλείο διαπραγμάτευσης διαφόρων πολιτισμικών ταυτοτήτων. Μια άλλη προσέγγισή της εστιάζει στην υπέρβασή της που οραματίζεται κοινωνίες με αξίες, με κοινωνική συνοχή, με ίσες ευκαιρίες και πάνω απ? όλα δίκαιες. Κοινωνίες απαλλαγμένες από εθνικές ιδεοληψίες και φυλετικά στερεότυπα, που θα ενσαρκώνουν καθημερινά τη διάθεση για συνεργασία, συμμετοχή, υπευθυνότητα και προκοπή[7].
Είναι αδήριτη ανάγκη η διαπολιτισμικότητα να αποβλέπει στη συμβίωση πολλών και διαφορετικών ομάδων και ατόμων καθώς και να δίνει προτεραιότητα στην επικοινωνιακή ικανότητα των ομάδων και των ατόμων σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία. Δίνει αξία στον όρο δημοκρατία, έναν όρο ο οποίος αντιμετωπίζει την πολιτισμική διαφορά ως μια θετική δύναμη όσον αφορά στις διαδικασίες ωρίμανσης της κοινωνίας και των ατόμων ξεχωριστά. Η πρωταρχική προοπτική της συνίσταται στην πρόσκληση της ικανότητας για δημιουργική συμβίωση ομάδων, κοινωνικά και πολιτιστικά πολύμορφων.
Βιβλιογραφία
1. Γεωργογιάννης, Π., Θέματα Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1999.
2. Γκόβαρης, Χ., Εισαγωγή στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση, εκδ. Ατραπός, Αθήνα 2004.
3. Γκότοβος, Α., Σχολείο και Ετερότητα. Ζητήματα Διαπολιτισμικής Αγωγής, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2002.
4. Μάρκου, Γ., «Προσεγγίσεις της πολυπολιτισμικότητας και η διαπολιτισμική εκπαίδευση» στο Γ. Μάρκου, Διαπολιτισμική Εκπαίδευση-Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών, εκδ. ΚΕ.Δ.Α. (Κέντρο Διαπολιτισμικής Αγωγής), Αθήνα 1997.
5. Μπερερής, Π., Για μια διαπολιτισμική εκπαίδευση σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, εκδ. Apiroshora, Αθήνα 2001.
6. Νικολάου, Γ., Ένταξη και εκπαίδευση των αλλοδαπών μαθητών στο δημοτικό σχολείο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000.
[1] Χ. Γκόβαρης, Εισαγωγή στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση, εκδ. Ατραπός, Αθήνα 2004, σ. 11.
[2] Α. Γκότοβος, Σχολείο και Ετερότητα. Ζητήματα Διαπολιτισμικής Αγωγής, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2002, σ. 50.
[3] Π. Μπερερής, Για μια διαπολιτισμική εκπαίδευση σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, εκδ. Apiroshora, Αθήνα 2001, σ. 7.
[4] Π. Γεωργογιάννης, Θέματα Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1999, σ. 82.
[5] Γ. Μάρκου, «Προσεγγίσεις της πολυπολιτισμικότητας και η διαπολιτισμική εκπαίδευση» στο Γ. Μάρκου, Διαπολιτισμική Εκπαίδευση-Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών, εκδ. ΚΕ.Δ.Α. (Κέντρο Διαπολιτισμικής Αγωγής), Αθήνα 1997, σ. 60.
[6] Χ. Γκόβαρης, Εισαγωγή στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση, ό.π., σ. 175.