Ο μεταρρυθμιστικός ρόλος της εκπαίδευσης στις σύγχρονες κοινωνίες

του Πλαϊνού Γεωργίου

Εκπαιδευτικού Π.Ε.

 Το ερώτημα για το τι είδους σχέση διέπει την εκπαίδευση -ή σε πιο συγκεκριμένο πλαίσιο- το σχολείο με την κοινωνία, έχει τεθεί εδώ και χιλιάδες χρόνια, όταν άρχισαν να γεννιούνται οι πρώτες μορφές κοινωνικής οργάνωσης των ανθρώπων. Η κοινωνία πάντοτε έπαιζε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των εθνών, των λαών και των κρατών και το σχολείο θεωρούνταν κι εξακολουθεί μέχρι σήμερα να θεωρείται ως ένας από τους βασικότερους πυλώνες της. Υπό αυτό το πρίσμα, λοιπόν, προσπαθώντας να διαλευκάνουμε το ερώτημα που προηγήθηκε, οφείλουμε να κάνουμε μια ιστορική διαδρομή από την αρχαία εποχή μέχρι και το α? μισό του 19ου αιώνα, επικεντρώνοντας την προσοχή μας σε εκείνες τις περιπτώσεις που αποδεικνύουν τη σύνδεση που πίστευαν οι εκάστοτε φιλόσοφοι, παιδαγωγοί, μελετητές ότι έχει η εκπαίδευση με την αναμόρφωση της κοινωνίας. Η βάση εργασίας πάνω στην οποία θα δουλέψουμε είναι η πεποίθηση ότι το σχολείο μπορεί να συνδράμει αποφασιστικά και αποτελεσματικά στη μεταρρύθμιση και αναβάθμιση της κοινωνίας.

Με βάση όλα αυτά, θα ξεκινήσουμε την περιδιάβασή μας στην θεωρητική σκέψη των κυριότερων εκπροσώπων της φιλοσοφίας και της παιδαγωγικής επιστήμης, οι οποίοι ασχολήθηκαν με την ευεργετική επίδραση της εκπαίδευσης στην κοινωνία, αρχής γενομένης από την αρχαία εποχή. Είναι κοινώς γνωστό πως στην αρχαία Ελλάδα -όπως και στη Ρώμη- η πολιτεία έπαιζε έναν εξέχοντα ρόλο στις πόλεις-κράτη και η συμμετοχή των πολιτών σ? αυτή ήταν τουλάχιστον απαραίτητη. Γι? αυτό ακριβώς και η εκπαίδευση τόσο στην αρχαία Ελλάδα όσο και στη Ρώμη είχε ως μοναδικό της σκοπό να κάνει Έλληνες και Ρωμαίους πολίτες αντίστοιχα. Αναφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα γίνεται στα έργα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, οι οποίοι έκαναν λόγο για το ιδανικό της πολιτείας.

Οι δύο μεγάλοι φιλόσοφοι και παιδαγωγοί ήταν υπέρμαχοι του πολιτειακού ιδεώδους, δηλαδή της αντίληψης ότι το άτομο αποτελώντας εξάρτημα ενός μεγάλου συνόλου οφείλει να μορφωθεί, ώστε να υπηρετήσει την πολιτεία. Στην κλασική εποχή κατά την οποία δεσπόζει η ιδέα της πόλης, απαντάται μια στροφή της αγωγής προς το πολιτειακό ιδεώδες. Πιο συγκεκριμένα, για τον Πλάτωνα η αγωγή των νέων δεν πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την θέληση των γονέων αλλά οι νέοι να εκπαιδεύονται σαν να ανήκουν περισσότερο στην πόλη και λιγότερο στους γονείς τους: «ως της πόλεως μάλλον ή των γεννητόρων όντας παιδευτέον εξ ανάγκης»[1]. Άλλωστε, ο Πλάτωνας θεωρεί ότι έργο της παιδείας είναι να καταστήσει το παιδί: «πολίτην γενέσθαι τέλεον, άρχειν τε και άρχεσθαι επιστάμενον μετά δίκης»[2].

Ο Αριστοτέλης με τη σειρά του θεωρεί ως αναγκαίο έργο του νομοθέτη την εκπαίδευση των νέων. Όλοι πρέπει να ανατρέφονται ως μέλη ενός ευρύτερου συνόλου, της πόλεως: «άμα δε ουδέ χρή νομίζειν αυτόν αυτού τινά είναι των πολιτών, αλλά πάντας της πόλεως, μόριον γαρ έκαστος της πόλεως? η δ? επιμέλεια πέφυκεν εκάστου μορίου βλέπειν προς την του όλου επιμέλειαν»[3]. Το να γίνει η πόλη σπουδαία δεν είναι έργο της τύχης, πιστεύει ο Αριστοτέλης, αλλά έργο της «προαιρέσεως» και της επιστήμης εκείνων που μετέχουν στην πόλη[4]. Εάν είναι σπουδαίοι οι πολίτες, θα γίνει σπουδαία και η πόλη. Το μέγεθος της πόλεως δεν εξαρτάται από τον πληθυσμό της, αλλά από την υπεροχή των πολιτών της[5]. Γι? αυτό στην παιδεία πρέπει να πρωταγωνιστεί το ηθικό και όχι το θηριώδες, γιατί ούτε ο λύκος ούτε κάποιο άλλο θηρίο προτίθεται να ριψοκινδυνεύσει για χάρη κάποιου αγαθού σκοπού. Τέτοιον αγώνα μόνον ο αγαθός άνδρας μπορεί να αναλάβει: «ώστε το καλόν αλλ? ού το θηριώδες δει πρωταγωνιστείν?»[6].

Επίσης, οι Σοφιστές και ιδιαιτέρως ο Πρωταγόρας, αναφέρθηκε στο είδος της αγωγής που πίστευε ότι ήταν απαραίτητο για τη σωστή καλλιέργειά τους,  προσφέροντας στους νέους παιδεία συνδεδεμένη με τη διδασκαλία της πολιτικής τέχνης με απώτερο σκοπό το «ποιείν άνδρας αγαθούς πολίτας»[7]. Βέβαια, την ίδια εποχή, κύριος αντίπαλος της σοφιστικής αντίληψης για την παιδεία είναι μια άλλη άποψη, που υποστήριζε ότι για την εξασφάλιση όχι απλώς ικανών πολιτών, αλλά τιμίων ανθρώπων-πολιτών απαραίτητα στοιχεία είναι η αβίαστη και ελεύθερη ανάπτυξη της φύσης των νέων. Υποστηρικτής αυτής της άποψης ήταν ο Σωκράτης, ο οποίος έθετε ως θεμέλιο λίθο της διδασκαλίας του την ανάπτυξη της πολιτείας αλλά μέσω της αρετής.

Μολαταύτα, αν και συνήθως αναφερόμενοι στον όρο πολιτειακό ιδεώδες αυτόματα ανατρέχουμε στο εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας, υπάρχει και η πιο αυστηρή μορφή του που μας την παρέχει η σπαρτιατική αγωγή. Η αγωγή αυτή ρυθμιζόταν από την πολιτεία και απέβλεπε σε σκοπούς, που θα εξυπηρετούσαν την πόλη και το σύνολο. Συχνά, αυτή η παιδεία χαρακτηρίζεται ως αυστηρή, συντηρητική, κρατική, ομαδική και αναγκαστική.

Το πολιτειακό ιδεώδες λίγο αργότερα μετατρέπεται σε κοινωνικό. Δηλαδή, στη θέση της απαίτησης που υπήρχε η εκπαίδευση να διαμορφώνεται έτσι ώστε οι νέοι να γίνονται υπηρετικά όργανα ενός ορισμένου πολιτικού συστήματος, τοποθετείται πλέον η προβολή της ιδέας της κοινωνίας με την συνακόλουθη αξία της. Με την αγωγή επιδιώκεται η εξυπηρέτηση του κοινωνικού συμφέροντος, που προκύπτει από την κοινωνική συνεργασία και παραγωγή των ατόμων. Έτσι, η συγκεκριμένη αγωγή πρέπει να λαμβάνει υπόψιν της όχι το άτομο αλλά την κοινωνία, τους σκοπούς, την κατάσταση και τις ανάγκες της.

Κι ενώ στην κλασική εποχή, η σχέση εκπαίδευσης και κοινωνίας αποτελούσε πρωταρχικό μέλημα των παιδαγωγών, το ίδιο συμβαίνει τόσο στην εποχή της Αναγέννησης (14ος ? 16ος αι.) όσο και στην εποχή του Διαφωτισμού (18ος αι.) αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό. Στις δύο αυτές περιόδους η αγωγή των παιδιών δεν στερείται της κοινωνικής της διάστασης και δεν αποποιείται του συνολικού συμφέροντος. Η πίστη στην παντοδυναμία της παιδείας, η πεποίθηση ότι η ορθή αγωγή μπορεί να διορθώσει τα ελαττώματα της κοινωνικής ζωής καθώς και η βεβαιότητα ότι η γνώση της αλήθειας σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της κριτικής ικανότητας θα οδηγήσουν στην πνευματική και κοινωνική χειραφέτηση των ανθρώπων αποτελούν το στίγμα του Αιώνα των Φώτων[8].

 Έτσι κατά την περίοδο του νεότερου ανθρωπισμού, ο Friedrich Frobel, ένας παιδαγωγός που διέπεται από στοιχεία εμπειριοκρατίας, φυσιοκρατίας και ιδεαλιστικής φιλοσοφίας επανέρχεται στη σπουδαιότητα της εκπαίδευσης για την ανάπτυξη της κοινωνίας μέσω της δημιουργίας του νηπιαγωγείου (Kindergarten). Το νηπιαγωγείο συμβάλλει στην συναισθηματική, πνευματική και κοινωνική εξέλιξη του παιδιού, στην κοινωνική του ωρίμανση και στην προσαρμογή του στις νέες καταστάσεις. Εκεί όπου τίθενται οι βάσεις για την αύξηση του συναισθήματος γενικής ασφάλειας και την οργάνωση μιας πραγματικής κοινωνίας, στην οποία το παιδί μαθαίνει και να εκφράζει την άποψή του αλλά και να υπακούει στις απαιτήσεις των άλλων, κρύβεται το μυστικό της σύνδεσης αγωγής και κοινωνίας κατά τον Frobel. Κατά τον Dewey, ο Frobel είδε τη σημασία του νηπιαγωγείου στην άσκηση του πνεύματος της συνεργασίας και της αμοιβαίας βοήθειας των παιδιών, ώστε αυτά να συνειδητοποιήσουν την αλληλεξάρτησή τους, να την μεταφέρουν στις καθημερινές τους πράξεις, να λειτουργούν με βάση αυτά τα στοιχεία στις κοινωνικές τους ενέργειες και έτσι να εμφυσήσουν μια νεοτεριστική πνοή στην κοινωνία[9].

Στην ίδια λογική ήταν προσανατολισμένος τον 19ο αι. και ο Friedrich Scheiermacher, ο οποίος μαζί με τον Johann Friedrich Herbart θεμελίωσαν την Παιδαγωγική ως μια από τις σημαντικότερες επιστήμες. Ο Scheiermacher θεωρούσε πως μεταξύ των τεσσάρων μεγάλων «κοινοτήτων», δηλαδή κράτους, εκκλησίας, επιστήμης και λαού, υπάρχει το σχολείο. Το σχολείο, όπως και το κράτος, αποτελεί κοινή ζωή, αυτό δηλαδή που πολύ χαρακτηριστικά αποκαλούσε «gemeinsames Leben». Μέσα σ? αυτό αφυπνίζεται και εξελίσσεται το κοινωνικό συναίσθημα και κατ? επέκταση η κοινωνική πρόοδος είναι πιο εύκολα επιτεύξιμη, εφόσον διαθέτει το κατάλληλο για την αλλαγή υπόβαθρο της εκπαίδευσης. Θα ολοκληρώσουμε την ιστορική αναδρομή μας φτάνοντας μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, μιας και στις αρχές του 20ού αι. η παιδαγωγική και διδακτική σκέψη είναι άμεσα συνυφασμένη με τον John Dewey.

Από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, γίνεται εύκολα αντιληπτό πόσο σημαντική θεωρούσαν όλοι οι φιλόσοφοι και οι παιδαγωγοί που ασχολήθηκαν με τη σχέση εκπαίδευσης-κοινωνίας την αποστολή του σχολείου, τόσο για τη μόρφωση του ανθρώπου, όσο και για την ανάπτυξη και εξέλιξη της κοινωνίας.

 

 

Βιβλιογραφία

 

 

 

  1. Αριστοτέλης, Πολιτικά, Σειρά «Αρχαία Ελληνική Γραμματεία ?Οι Έλληνες?» από Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, αρ. σειράς 190, εκδ. Οδυσσέας Χατζόπουλος (Κάκτος), Αθήνα 2011.
  2. Dewey, J., The Child and the Curriculum. The School and the Society, Chicago-London 1971.
  3. Παυλίδης, Π., «Παιδεία και καθημερινή συνείδηση υπό το πρίσμα της κοινωνικής προόδου», Σύγχρονη Εκπαίδευση, τεύχ. 131 και 132 (2003).
  4. Πλάτων, Νόμοι, Σειρά «Αρχαία Ελληνική Γραμματεία ?Οι Έλληνες?» από Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, αρ. σειράς 32, εκδ. Οδυσσέας Χατζόπουλος (Κάκτος), Αθήνα 2011.
  5. Πλάτων, Πρωταγόρας, Σειρά «Αρχαία Ελληνική Γραμματεία ?Οι Έλληνες?» από Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, αρ. σειράς 173, εκδ. Οδυσσέας Χατζόπουλος (Κάκτος), Αθήνα 2011.

 

 

 



[1] Πλάτ., Νόμοι, 804 d.

[2] Πλάτ., Νόμοι Α?, 643 e.

[3] Αριστ., Πολιτ., 1377α, 27.

[4] Αριστ., Πολιτ., 1332 α, 31: «το δε σπουδαίαν είναι την πόλιν ουκέτι τύχης έργον αλλ? επιστήμης και προαιρέσεως? αλλά μην σπουδαία γε πόλις εστί τω τους πολίτας τους μετέχοντας της πολιτείας είναι σπουδαίους».

[5] Αριστ., Πολιτ., 1326 α, 10: «κατ? αριθμού γαρ πλήθος των ενοικούντων κρίνουσι την μεγάλην (πόλιν), δει δε μάλλον μη εις το πλήθος εις δε δύναμιν αποβλέπειν? η γαρ τούτων υπεροχή του πλήθους μεγάλης πόλεως σημείον».

[6] Αριστ., Πολιτ., 1338 b, 29.

[7] Πλάτ., Πρωταγόρας, 319 α.

[8] Παυλίδης, Π., «Παιδεία και καθημερινή συνείδηση υπό το πρίσμα της κοινωνικής προόδου», Σύγχρονη Εκπαίδευση, τεύχ. 131 και132 (2003), σελ. 3.

[9] Dewey, J., The Child and the Curriculum. The School and the Society, Chicago-London 1971, p. 117-118.

επιστροφή